Η Άννα Σωτρίνη επιστρέφει με την ποιητική συλλογή «Tableau Vivant», μια δουλειά-στοχασμό πάνω στη σιωπή, το σώμα και την εικόνα που δεν φωνάζει αλλά επιμένει να υπάρχει.
Σε μια ειλικρινή και βαθιά συζήτηση με τον Πραξιτέλη Σαραντόπουλο για το CityNow, η σκηνοθέτις και ποιήτρια μιλά για την ποίηση ως στάση ύπαρξης, για τη θεατρική σκηνή ως τόπο εσωτερικής μνήμης και για την ανάγκη να «κατοικείται» η σιωπή αντί να εξηγείται.
Η συνέντευξη της Άννας Σωτρίνη στο Citynow και τον Πραξιτέλη Σαραντόπουλο
Τι ήταν αυτό που πυροδότησε τη δημιουργία της νέας σου ποιητικής συλλογής «Tableau Vivant»; Υπάρχει κάποιο προσωπικό βίωμα που αποτέλεσε αφετηρία;
Η αφετηρία ήταν το σώμα σε κατάσταση αμηχανίας. Όχι κάποια επιτηδευμένη θεατρική κίνηση, αλλά μια ανεπαίσθητη, σχεδόν ανέκφραστη στάση όπου το σώμα βιώνει κάτι και δεν ξέρει πώς να το πει .Το προσωπικό στοιχείο από την άλλη πλευρά, δεν είναι μια ιστορία που αφηγούμαι απλώς, είναι ένας τρόμος που προσπαθώ να παγώσω σε εικόνα πριν με καταπιεί. Ένα βλέμμα, μια ανάμνηση, κάτι που “δεν ειπώθηκε”, αυτά είναι τα πραγματικά πρόσωπα του Tableau Vivant μου.
Ο τίτλος «Tableau Vivant» παραπέμπει σε μια «ζωντανή εικόνα». Πώς παντρεύονται στη συλλογή σου η εικόνα, το σώμα και η λέξη;
Για μένα, η ποίηση είναι ένα σώμα σε ακινησία που αναπνέει λέξεις. Η “ζωντανή εικόνα” είναι κάτι σχεδόν εγκλωβισμένο. Φαντάσου, σαν ένας άνθρωπος παγωμένος σε μια εσωτερική κίνηση, σαν να έχει κολλήσει ανάμεσα σε σκηνή και μνήμη. Στη συλλογή, προσπάθησα να αφαιρέσω το περιττό μέχρι να απομείνουν μόνο αυτά τα τρία: ένα βλέμμα, ένα ίχνος σώματος, και μια λέξη που δεν δόθηκε, αλλά επιμένει.
Νιώθεις ότι αυτή η συλλογή συνομιλεί ή συγκρούεται με την προηγούμενη ποιητική σου δουλειά;
Είναι σαν δύο σώματα του ίδιου προσώπου σε διαφορετικές χρονικές εκδοχές. Το προηγούμενο έργο το , Ταξιδευτές σε δύο ευθείες ήταν η διαδρομή. Το Tableau Vivant είναι η στάση. Όχι επειδή σταμάτησα να προχωρώ, αλλά επειδή έπρεπε να μείνω λίγο να κοιτάξω. Ίσως και να επιτρέψω στον εαυτό μου να γίνει η εικόνα που είχε προσπαθήσει να ξεπεράσει.
Αν μπορούσες να διαβάσεις ένα μόνο ποίημα της συλλογής σε κάποιον που δεν σε γνωρίζει, ποιο θα διάλεγες και γιατί;
Θα διάλεγα ένα ποίημα με τη σιωπή στο κέντρο του. Ένα από εκείνα που δεν επιδεικνύουν τίποτα, αλλά κουβαλούν την αμηχανία μιας μνήμης που δεν έχει ειπωθεί. Ίσως ένα κείμενο όπου το σώμα εκτίθεται χωρίς ερμηνεία, όχι γιατί θέλει να προκαλέσει, αλλά γιατί έτσι στάθηκε κάποτε και δεν ξέχασε πόσο ανυπεράσπιστο είναι. Αυτό θα ήταν πιο τίμιο από οποιοδήποτε δείγμα γραφής.
Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της σιωπής στην ποίηση σου; Είναι η σιωπή κενό ή μήπως αποκαλύπτει;
Η σιωπή δεν είναι κενό, είναι ο ήχος που δεν τόλμησε να γίνει φωνή, αλλά επιμένει να υπάρχει. Για μένα, δεν είναι ποτέ παύση. Είναι χώρος. Είναι αυτό που δεν γράφτηκε αλλά έγινε αισθητό κι αυτό για έναν αναγνώστη είναι πιο τρομακτικό απ’ το πιο ωραία γραμμένο ποίημα. Η ποίηση δεν χρειάζεται πάντα να μιλάει. Αρκεί να σε κοιτά με τρόπο που να σε ξεγυμνώνει λίγο. Έχασα το σανδάλι μου στην Πόλη /Κι εσύ το ξέθαψες στην Έρημο, λέω με δύο στίχους μου. Η σιωπή βρίσκεται στο κέντρο τους.
Έχεις ταυτιστεί περισσότερο με την ταυτότητα της ποιήτριας ή της σκηνοθέτιδος; Ή είναι δύο ρόλοι που λειτουργούν συμπληρωματικά;
Κάνω θέατρο μόνο όταν αισθάνομαι κοινωνική. Η ποίηση και γενικότερα η γραφή είναι ταυτόσημη με τη μοναχικότητά μου. Δεν πρόκειται για επιλογή ή προτίμηση, ·είναι δύο αντίθετοι ρυθμοί ύπαρξης που συμπορεύονται χωρίς να συγχωνεύονται ή να συγκρούονται. Το θέατρο μου δίνει σώματα, βλέμματα, ήχους, μυρωδιές, συναναστροφές… Η ποίηση έχει μόνο εμένα. Και αυτή την ανάσα που δεν θέλει κοινό, μόνο μία αθόρυβη στιγμή πλήρους παρουσίας.
Πώς επηρεάζει η σκηνική σου εμπειρία τον τρόπο που γράφεις ποίηση; Παίζει ρόλο το σώμα ή η φωνή κατά τη γραφή;
Οπωσδήποτε. Όταν γράφω, το σώμα μου είναι πάντα παρόν, ακόμη κι αν είναι ακίνητο. Σα να μιλάει σιωπηλά στην πλάτη των λέξεων και να τις στρέφει αλλού. Η σκηνική εμπειρία με έχει διδάξει από πού εισέρχεται η παύση. Η φωνή δεν είναι για να διαβάζει· είναι για να κουβαλάει το άρρητο αυτό που μένει στον αέρα αφού η λέξη ειπωθεί.
Αν η ποίηση σου ήταν θεατρική σκηνή, ποιο πρόσωπο ή σκηνικό θα την κατοικούσε;
Ένα σώμα μόνο του. Όρθιο, πλάτη, με μια βαλίτσα, ίσως λίγο κουρασμένο, σε ένα αστικό ημίφως σε μια λεωφόρο που χάνεται στον ορίζοντα.Καμία δράση. Μόνο παλμός. Όχι ρεαλισμός, αλλά συναισθηματική τοπογραφία. Η σκηνή υπάρχει για να φιλοξενήσει το τίποτα που κάποτε ήταν τα πάντα και το αντίστροφο..
Ετοιμάζεις κάποια θεατρική επιστροφή για την επόμενη σεζόν; Αν ναι, μπορείς να μας δώσεις μια μικρή γεύση;
Υπάρχει μια σκέψη και μια λέξη. Κωμωδία. Την έχουμε τόσο ανάγκη σε ζοφερούς καιρούς όπως τώρα που οι άνθρωποι αισθάνονται μια διαρκή ανασφάλεια έστω και υποφώσκουσα. Λεπτομέρειες αργότερα.
Θα σε ενδιέφερε να μεταφέρεις κάποιο από τα ποιήματα της συλλογής σε μια performative μορφή, όπως ποιητικό αναλόγιο ή θεατρικό δρώμενο;
Ναι το έχω ξανακάνει πολλά χρόνια πριν-όχι με δικά μου ποιήματα- αλλά για 12 σημαντικές ελληνίδες ποιήτριες και 12 ρουμάνες και είναι δύσκολο εγχείρημα. Πρέπει να μην προδοθεί η ευθραυστότητα του ποιητικού βλέμματος . Το ζητούμενο για μένα δεν είναι η απαγγελία, είναι η παρουσία με όρους χαμηλής έντασης. Να μην εξηγείται αλλά να «κατοικεί». Έχω σκεφτεί ένα «ζωντανό ποίημα» σε μορφή εγκατάστασης, όπου ο θεατής περιφέρεται μέσα του όπως σε ένα άδειο δωμάτιο μνήμης. Θα δούλευα με κάποιον εικαστικό γι΄ αυτό.
- Πιστεύεις ότι το ελληνικό κοινό είναι έτοιμο να αγκαλιάσει υβριδικές μορφές ποίησης και performance;
Όχι ακόμα πλήρως. Υπάρχει ενδιαφέρον, όπως επίσης και ανάγκη για κατανόηση πριν από την εμπειρία. Το κοινό, νομίζω, φοβάται ακόμα την “αμηχανία”. Θέλει να ξέρει από πριν πού να σταθεί. Παρότι η αμηχανία είναι το πιο τίμιο στάδιο πρόσληψης. Εκεί σε συναντάς, πριν πεις «μου άρεσε» ή «δεν κατάλαβα».
Αν μπορούσες να αφήσεις ένα «ποίημα-στίγμα» σε έναν τοίχο της πόλης, ποιος στίχος θα ήταν αυτός;
Και πάλι δεν θα ήταν δικός μου ο στίχος. Θα είναι του ποιητή Έκτορα Κακναβάτου: «έψαχνα για σπίρτα/ να κάψω τα μυαλά μου». Έχω την εντύπωση ότι τα ¾ αυτής της πόλης σήμερα θα ήθελε να κάνει το ίδιο. Ζούμε την απόλυτη παράνοια.
Τι σημαίνει για σένα η λέξη “ζωντανή εικόνα” σήμερα, σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει;
Σημαίνει ένα βλέμμα που στέκεται. Όχι γιατί ξέρει, αλλά γιατί θυμάται. Μια “ζωντανή εικόνα” δεν είναι αναπαράσταση —είναι αντίσταση στη ροή. Είναι ό,τι δεν συνέβη με θεαματικό τρόπο, αλλά επέμεινε να υπάρξει. Αυτή είναι και η ποίησή μου: Όχι στιγμιότυπο· αλλά απόκλιση από τον συνηθισμένο ρυθμό. Μια φωτογραφία χωρίς φλας, που κι όμως, κάτι φωτίζει.
Η συλλογή «Tableau Vivant» κυκλοφορεί και περιμένει να σταθεί απέναντί σας… ακριβώς όπως μια εικόνα που δεν κοιτάζει εντυπωσιακά, αλλά κοιτάζει μέσα σας.