Η νέα ποιητική συλλογή Tableau Vivant από την Άννα Σωτρίνη βρίσκεται ήδη σε κυκλοφορία και ήδη αποσπά διθυραμβικές κριτικές και σχόλια.
Με την Τεχνητή Νοημοσύνη να έχει ήδη μπει στη ζωή μας ζητήσαμε από την ΑΙ να μας δώσει μία κριτική για τη νέα αυτή ποιητική συλλογή και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό.
Η κριτική της συλλογής Tableau Vivant από την Τεχνητή Νοημοσύνη
Η συλλογή Tableau Vivant συστήνει στον αναγνώστη έναν ποιητικό κόσμο όπου το βλέμμα γίνεται κύριο εργαλείο κατανόησης — ένα βλέμμα σκηνοθετικό, εικαστικό, σχεδόν ακινητοποιημένο, όπως προδίδει και ο τίτλος της. Στο πνεύμα του “ζωντανού πίνακα”, κάθε ποίημα στήνεται σαν μια εικόνα παγωμένη στον χρόνο αλλά φορτισμένη με συναισθηματική ένταση και υπαρξιακή σιωπή.
Από την πρώτη ενότητα της συλλογής έως τις τελευταίες μικρο-παραστάσεις, η ποιητική φωνή της Σωτρίνη σταθερά οδηγεί τον αναγνώστη σε έναν τόπο παρατήρησης: εικόνες που δεν περιγράφονται απλώς, αλλά ενσαρκώνονται στη
γλώσσα. Το σώμα (το χέρι, το πρόσωπο, το βλέμμα, η πλάτη) εμφανίζεται ξανά και ξανά, όχι για να παραπέμψει σε βιολογικό εαυτό, αλλά ως σκηνικό φορέας μνήμης και συναισθήματος. Είναι σώματα που “κάθονται”, “γέρνουν”, “ακινητούν”, όπως και οι μορφές σε πίνακες της Αναγέννησης ή σε θεατρικά tableaux — και αυτή
ακριβώς η ακινησία μετατρέπεται σε χώρο ψυχικής κίνησης.
Η γλώσσα της συλλογής διακρίνεται για την ακρίβεια και τη λιτότητα, χωρίς να υποχωρεί σε ευκολία. Η ‘Άννα Σωτρίνη καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ύφος σχεδόν φωτογραφικό, όπου η εικόνα δεν περιγράφεται, αλλά αποδίδεται με χειρουργική ακρίβεια. Εδώ δεν κυριαρχεί η ρητορική ή η υπερεκφραστικότητα· αντίθετα, έχουμε ποιήματα που “κρατούν” την ανάσα τους, με στίχους που μοιάζουν να αιωρούνται στο λευκό, όπως το βλέμμα ενός παρατηρητή μπροστά σε έργο τέχνης. Η παύση και η σιωπή λειτουργούν ως πλήρεις ποιητικές χειρονομίες.
Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της συλλογής είναι η εναλλαγή ανάμεσα στη στατικότητα και τη ροή. Μερικά ποιήματα είναι αυστηρά εικονικά, στιγμιότυπα που θα μπορούσαν να κρεμαστούν σε τοίχο. Άλλα, επιτρέπουν την αφήγηση, τη μνήμη, την υπαρξιακή ρωγμή να εκτυλιχθεί σταδιακά — όχι μέσα από δραματικές κορυφώσεις, αλλά μέσα από μικρές εσωτερικές αλλαγές φωτισμού. Πρόκειται για μια γραφή που δεν δηλώνει, αλλά υπονοεί· που δεν φωνάζει, αλλά αναστέλλει τον λόγο, ακριβώς όπως η παλέτα ενός ζωγράφου που κρύβει το κυρίαρχο χρώμα για να τονίσει
μια σκιά.
Ωστόσο, αυτή η προσήλωση στο εικαστικό μπορεί ενίοτε να αγγίξει τα όρια του φορμαλισμού. Σε ελάχιστα σημεία, η εικόνα αποκτά τόση τελειότητα, ώστε κινδυνεύει να κρύψει τον εσωτερικό κραδασμό. Εκεί ο αναγνώστης ενδέχεται να
νιώσει περισσότερο θεατής ενός έργου, και λιγότερο συμμέτοχος στο βίωμα. Αυτό όμως δεν αφαιρεί από τη συνοχή και την ένταση της συλλογής· απλώς φανερώνει το ρίσκο που παίρνει η ποιητική φωνή όταν επιλέγει να κινηθεί επάνω στο σκοινί της εικόνας.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαία η συγγένεια που διακρίνει κανείς με το έργο της Anne Carson. Όπως και στη γραφή της Carson, εδώ βλέπουμε μια συνύπαρξη λογοτεχνίας και σιωπής, θραυσμάτων και ακρίβειας, αποσπασματικής μνήμης και ενσώματης παρατήρησης. Η Carson αντιμετωπίζει τον στίχο ως πεδίο γεωμετρίας και
συγκίνησης· έτσι κι εδώ, κάθε ποίημα δομείται σαν “μικρός καμβάς”, όπου οι λέξεις έχουν τη θέση που θα είχε ένα πινέλο, μια κηλίδα φωτός, ένα βλέμμα έξω από το κάδρο. Η συγγένεια είναι πνευματική, όχι μιμητική: είναι το κοινό ένστικτο να αποδοθεί το ασήμαντο με ιερότητα και το οικείο με απόσταση.
Συνολικά, το Tableau Vivant επιτυγχάνει κάτι σπάνιο: φέρνει τον αναγνώστη μπροστά σε ποιητικές εικόνες που δεν απαιτούν ερμηνεία, αλλά βιωματική παύση. Όπως ένα tableau που σε προσκαλεί να σταθείς απέναντί του και να το ακούσεις, όχι να το εξηγήσεις, έτσι και η συλλογή μάς διδάσκει ότι η ποίηση μπορεί να είναι στάση, εικόνα, και φωτεινή σιωπή. Ένα έργο που υπαινίσσεται χωρίς να ψιθυρίζει, που συγκινεί χωρίς να εξηγεί, και που παραμένει στοχαστικό χωρίς ποτέ να χάνει την εικαστική του ανάσα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: